- φαναράκι
- το фонарик;
φαναράκι της τσέπης — карманный фонарик;
τό χάρτινο φαναράκι — китайский фонарик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαναράκι της τσέπης — карманный фонарик;
τό χάρτινο φαναράκι — китайский фонарик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαναράκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστρακίου. * * * το, Ν [φανάρι] 1. υποκορ. μικρός φανός·2. κοινή ονομασία φυτού … Dictionary of Greek
πάνιον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… … Dictionary of Greek
πανίον — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα, στα νότια της Ραιδεστού. Από την πόλη αυτή καταγόταν ο ιστορικός Πρίσκος, που είναι γνωστός και ως Π. ο Πανίτης ή Πανιεύς. Η πόλη αναφέρεται κυρίως στα χρόνια των βασιλιάδων Ευμένη B’ και Αττάλου A’. Στα… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek